- ρευματικό
- -ή, -ό / ῥευματικός, -ή, -όν, ΝΑνεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ρευματισμούς («ρευματικός πόνος»)2. (το αρσ..και θηλ. ως ουσ.) ο ρευματικός, η ρευματικήαυτός που πάσχει από ρευματισμούς3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρευματικάη ρευματαλγία, οι ρευματισμοί («πάσχει από ρευματικά»)4. φρ. «ρευματικός πυρετός»ιατρ. φλεγμονώδης νόσος τού συνδετικού ιστού που ακολουθεί σε στρεπτοκοκκική λοίμωξη τών ανώτερων αεροφόρων οδών και προσβάλλει, κυρίως, νέα άτομααρχ.αυτός που υπόκειται σε καταρροή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥεῦμα, -ατος. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. rheumatic].
Dictionary of Greek. 2013.